σκελετός

σκελετός
ο
1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων.
2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού.
3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό.
4. άνθρωπος αδύνατος: Η πείνα τον έκανε σκελετό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκελετός — dried up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με …   Dictionary of Greek

  • σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”